διπλοειδή

διπλοειδή
Κύτταρα με δύο σειρές χρωμοσωμάτων, τα οποία συμβολίζονται ως 2n, σε αντίθεση με τα απλοειδή κύτταρα, τα οποία φέρουν μία χρωμοσωμική σειρά και συμβολίζονται ως n (n είναι ο αριθμός των χρωμοσωμάτων της απλοειδούς σειράς). Τα ζεύγη των χρωμοσωμάτων στα δ. κύτταρα καλούνται ομόλογα χρωμοσώματα. Στους ανώτερους οργανισμούς, όπως είναι τα θηλαστικά και τα ανώτερα φυτά, τα κύτταρα είναι φυσιολογικά δ., ενώ η μείωση λαμβάνει χώρα μόνο στις γονάδες, οδηγώντας στον σχηματισμό απλοειδών κυττάρων (γαμετών) που εξυπηρετούν την αναπαραγωγή. Αντίθετα στους κατώτερους οργανισμούς, όπως είναι τα φύκη και οι μύκητες, επικρατεί η απλοειδής φάση και τα δ. κύτταρα σχηματίζονται παροδικά ως μέρος του φυσιολογικού αναπαραγωγικού κύκλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… …   Dictionary of Greek

  • τετραπλοειδής — ές, Ν 1. βιολ. (για κυτταρικό πυρήνα ή για κύτταρο) αυτός που περιέχει τέσσερεις φορές τον απλοειδή αριθμό τών χρωματοσωμάτων, σε αντιδιαστολή προς τον διπλοειδή, που αποτελεί τη φυσική κατάσταση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετραπλοειδή βοτ.… …   Dictionary of Greek

  • γαμετογένεση — Ο σχηματισμός των αναπαραγωγικών κυττάρων ή γαμετών. Αν οι γαμέτες είναι ωάρια, η γ. ονομάζεται ωογένεση και, αν είναι σπερματοζωάρια, σπερματογένεση. Η πορεία της γ. είναι κοινή και για τα ωάρια και για τα σπερματοζωάρια και περιλαμβάνει την… …   Dictionary of Greek

  • μείωση — Είδος κυτταρικής διαίρεσης που λαμβάνει χώρα στα γεννητικά κύτταρα των αμφιγονικά αναπαραγόμενων οργανισμών. Έχει σκοπό τον υποδιπλασιασμό του αριθμού των χρωμοσωμάτων. Η μ. εξασφαλίζει τη διατήρηση του αριθμού των χρωμοσωμάτων σταθερό για κάθε… …   Dictionary of Greek

  • μονοσωμικός — ή, ό [μονόσωμος] βιολ. (για διπλοειδή οργανισμό) αυτός που έχασε ένα χρωματόσωμα από το σύνολο τών ζευγών …   Dictionary of Greek

  • ομοζυγωτικός — ή, ό (για διπλοειδή κύτταρα ή διπλοειδείς οργανισμούς) αυτός που φέρει δύο ίδια αλληλόμορφα τού ίδιου γονιδίου, σε αντιδιαστολή με τον ετεροζυγωτικό …   Dictionary of Greek

  • σπερμογόνιο — το, Ν βιολ. ειδικό σποριογόνο όργανο τών μυκήτων τής τάξης ουρεδινώδη το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως είδος πυκνιδίου και περιέχει μικρότατα διπλοειδή, απλοειδή ή μονοπύρηνα κύτταρα, τα σπερμάτια, αλλ. αικιδιόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σποριόφυτο — το, Ν βοτ. (στα φυτά που εμφανίζουν εναλλαγή γενεών) ο φυτικός οργανισμός που αντιπροσωπεύει τη διπλοειδή φάση στον κύκλο ζωής τού φυτού, δηλαδή η αγενής φάση στην εναλλαγή τών γενεών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporophyte (< σπόριον… …   Dictionary of Greek

  • υπερθηλυκός — ή, ό, Ν φρ. «υπερθηλυκό άτομο» ζωολ. θηλυκή δροσόφιλα με κανονικό διπλοειδή αριθμό χρωματοσωμάτων, το οποίο όμως έχει τρία χρωματοσώματα, αλλ. μεταθηλυκό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. αγγλ. superfemale] …   Dictionary of Greek

  • υποδιπλοειδία — η, Ν βιολ. ανευπλοειδία η οποία χαρακτηρίζεται από την απουσία ενός ή περισσότερων χρωματοσωμάτων στον φυσιολογικό διπλοειδή καρυότυπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”