γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… … Dictionary of Greek
τετραπλοειδής — ές, Ν 1. βιολ. (για κυτταρικό πυρήνα ή για κύτταρο) αυτός που περιέχει τέσσερεις φορές τον απλοειδή αριθμό τών χρωματοσωμάτων, σε αντιδιαστολή προς τον διπλοειδή, που αποτελεί τη φυσική κατάσταση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετραπλοειδή βοτ.… … Dictionary of Greek
γαμετογένεση — Ο σχηματισμός των αναπαραγωγικών κυττάρων ή γαμετών. Αν οι γαμέτες είναι ωάρια, η γ. ονομάζεται ωογένεση και, αν είναι σπερματοζωάρια, σπερματογένεση. Η πορεία της γ. είναι κοινή και για τα ωάρια και για τα σπερματοζωάρια και περιλαμβάνει την… … Dictionary of Greek
μείωση — Είδος κυτταρικής διαίρεσης που λαμβάνει χώρα στα γεννητικά κύτταρα των αμφιγονικά αναπαραγόμενων οργανισμών. Έχει σκοπό τον υποδιπλασιασμό του αριθμού των χρωμοσωμάτων. Η μ. εξασφαλίζει τη διατήρηση του αριθμού των χρωμοσωμάτων σταθερό για κάθε… … Dictionary of Greek
μονοσωμικός — ή, ό [μονόσωμος] βιολ. (για διπλοειδή οργανισμό) αυτός που έχασε ένα χρωματόσωμα από το σύνολο τών ζευγών … Dictionary of Greek
ομοζυγωτικός — ή, ό (για διπλοειδή κύτταρα ή διπλοειδείς οργανισμούς) αυτός που φέρει δύο ίδια αλληλόμορφα τού ίδιου γονιδίου, σε αντιδιαστολή με τον ετεροζυγωτικό … Dictionary of Greek
σπερμογόνιο — το, Ν βιολ. ειδικό σποριογόνο όργανο τών μυκήτων τής τάξης ουρεδινώδη το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως είδος πυκνιδίου και περιέχει μικρότατα διπλοειδή, απλοειδή ή μονοπύρηνα κύτταρα, τα σπερμάτια, αλλ. αικιδιόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
σποριόφυτο — το, Ν βοτ. (στα φυτά που εμφανίζουν εναλλαγή γενεών) ο φυτικός οργανισμός που αντιπροσωπεύει τη διπλοειδή φάση στον κύκλο ζωής τού φυτού, δηλαδή η αγενής φάση στην εναλλαγή τών γενεών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporophyte (< σπόριον… … Dictionary of Greek
υπερθηλυκός — ή, ό, Ν φρ. «υπερθηλυκό άτομο» ζωολ. θηλυκή δροσόφιλα με κανονικό διπλοειδή αριθμό χρωματοσωμάτων, το οποίο όμως έχει τρία χρωματοσώματα, αλλ. μεταθηλυκό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. αγγλ. superfemale] … Dictionary of Greek
υποδιπλοειδία — η, Ν βιολ. ανευπλοειδία η οποία χαρακτηρίζεται από την απουσία ενός ή περισσότερων χρωματοσωμάτων στον φυσιολογικό διπλοειδή καρυότυπο … Dictionary of Greek